- πρόσπτυγμα
- -ύγματος, τὸ, Α [προσπτύσσω]1. το πρόσωπο ή το αντικείμενο που αγκαλιάζει κανείς, περίπλεγμα*2. οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή και αγάπη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσπτυγμα — object of embraces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσπτυγμ' — πρόσπτυγμα , πρόσπτυγμα object of embraces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπλεγμα — τὸ, Α [περιπλέκω] το πρόσωπο ή το πράγμα που αγκαλιάζει κάποιος, πρόσπτυγμα* … Dictionary of Greek
προσπτυγμάτιον — τὸ, Α [πρόσπτυγμα, ατος] (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο λινού υφάσματος που τοποθετείται σε πληγές ή τραύματα … Dictionary of Greek